- πολύπυργος
- -ον, Α1. αυτός που έχει πολλούς πύργους2. (κατ' επέκτ.) πολύ οχυρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + πύργος (πρβλ. καλλί-πυργος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύπυργον — πολύπυργος with many towers masc/fem acc sg πολύπυργος with many towers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ocalea (town) — Map of ancient Boeotia. Ocalea (Greek: Ὠκαλέα, Ōkalea, rarely Ὠκαλέαι; later Ὠκάλεια) was a town in antiquity in Boeotia, Greece, on the south shore of Lake Copais. Ocalea lay roughly halfway between Alalcomenae an … Wikipedia
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek